- μαρμάρεος
- (I)μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, -α, -ον (Α)ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. -εος (πρβλ. αργύρ-εος πορφύρ-εος)].————————(II)μαρμάρεος, αιολ. τ. μαρμάριος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος («μαρμαρέα στήλη», Επιγρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαρμάριος μαρμαράριος*.3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μαρμάριοςπροσωνυμία τού Απόλλωνος στη Δήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος (πρβλ. αργύρ-εος)].
Dictionary of Greek. 2013.